κρεουργός

κρεουργός
κρεουργός, -όν (Α)
1. αυτός που κόβει, που τεμαχίζει το κρέας
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρεουργός
ο κρεοπώλης ή αυτός που διανέμει το κρέας
3. φρ. «κρεουργὸν ἦμαρ» — η ημέρα κατά την οποία γινόταν σφαγή ζώων για θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)-* + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. γενεσι-ουργός, σιδηρ-ουργός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρεουργός — working masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεουργόν — κρεουργός working masc/fem acc sg κρεουργός working neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεουργούς — κρεουργός working masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… …   Dictionary of Greek

  • κρεουργηδόν — (Α) επίρρ. κομματιαστά («τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν διασπάσαντες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεουργός + επιρρμ. κατάλ. τού τρόπου ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν, φαλαγγ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • κρεουργικός — κρεουργικός, ή, όν (Α) [κρεουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κρεουργο ή στην κρεουργία …   Dictionary of Greek

  • κρεουργώ — (AM κρεουργῶ, έω) [κρεουργός] 1. κόβω το κρέας σε κομμάτια («μετὰ δὲ ῥεύσας ὄϊν τὰ μὲν ἄλλα κρεουργέει τε καὶ εὐωχέεται», Λουκιαν.) 2. κομματιάζω σάρκες, κατακρεουργώ, ξεσκίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”